σκελετός

σκελετός
(Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην παρουσία αλάτων ασβεστίου, την πλαστικότητα και την ανθεκτικότητα της στο κολλαγόνο. Στο μικρό παιδί υπερισχύει το κολλαγόνο και γι’ αυτό τα οστά του είναι ελαστικά, αλλά και εύκολα παραμορφώνονται· στο ηλικιωμένο άτομο, αντίθετα, υπερισχύουν τα άλατα ασβεστίου και τα οστά είναι πιο σκληρά, αλλά και πιο εύθραυστα. Ο ολικός αριθμός των οστών ενός ενήλικου είναι 208, 34 στη μέση γραμμή του σώματος και 87 δεξιά κι αριστερά της. Στο ηλικιωμένο άτομο ο αριθμός αυτός τείνει να ελαττωθεί, γιατί υπάρχει η δυνατότητα συγχώνευσης δυο ή περισσότερων οστών. Υπάρχει μια σταθερή σχέση μεταξύ μήκους ενός οστού και αναστήματος ενός ατόμου· με βάση το μήκος ενός οστού μπορούμε να υπολογίσουμε με ικανοποιητική προσέγγιση το ανάστημα του ατόμου στο οποίο ανήκει. Ο ανθρώπινος σ. εξασφαλίζει την όρθια στάση, διαφορετικά από ότι συμβαίνει στην ολότητα σχεδόν των ζώων. Ο άξονας στήριξης του σώματος είναι η σπονδυλική στήλη, η οποία σχηματίζεται από τη διαδοχή 33 οστών, των σπονδύλων, που είναι τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο και στη μέση έχουν μια τρύπα (απ’ αυτές τις τρύπες περνά ο νωτιαίος μυελός). Μεταξύ των σπονδύλων υπάρχει ένα «μαξιλαράκι» από χόνδρο που χρησιμεύει για να μετριάζει την ένταση των χτυπημάτων. Στην κορυφή της σπονδυλικής στηλής, σε μια τέλεια άρθρωση δύο σπονδύλων, στηρίζεται το κρανίο: μια στερεή κάψα που περιέχει τον εγκέφαλο. Από τα πλάγια των σπονδύλων, μεταξύ λαιμού και μέσης, ξεκινούν οι πλευρές: οστά ημικύκλιου σχήματος που σχηματίζουν το θωρακικό κλωβό και καταλήγουν στο μέσο του θώρακα στο στέρνο, με τμήματα χόνδρου που προσδίνουν ελαστικότητα στο θωρακικό κλωβό και διευκολύνουν τις αναπνευστικές κινήσεις. Με το πάνω μέρος της σπονδυλικής στήλης συνδέεται ένα σύστημα οστών (ωμοπλάτες, κλείδες), που σχηματίζουν τους ώμους και με τα οποία αρθρώνονται τα πάνω άκρα. Στη βάση της σπονδυλικής στήλης ένα άλλο σύστημα οστών, που έχει σχήμα λεκάνης (πύελος), υποβαστάζει τα κοιλιακά όργανα και επιτρέπει τη σύνδεση των κάτω άκρων. Πάνω και κάτω άκρα έχουν ανάλογη ανατομική δομή. Στους ώμους και στην πύελο, με κατάλληλες συνδέσεις, ενώνονται μακρά οστά (βραχιόνιο για τα πάνω άκρα και μηριαίο για τα κάτω)· σ’ αυτά, δι’ άλλων αρθρώσεων (αγκώνες και γόνατα αντίστοιχα) συνδέονται δυο ζευγάρια οστών (κερκίδα και ωλένη για τα πάνω άκρα, κνήμη και περόνη για τα κάτω).
* * *
ο, ΝΑ, και σκελετό, το, και σκελετά, τα, Ν, και ως επίθ. -ός, -ή, -όν, Α
το σύνολο τών οστών τού ανθρώπινου σώματος, που είναι ενωμένα μεταξύ τους με τις αρθρώσεις σε ενιαίο σύστημα, με ερειστική, προστατευτική και κινητήρια λειτουργία
νεοελλ.
1. (βιολ.-συγκρ. ανατ.) το στηρικτικό πλαίσιο τού σώματος τών ζώων, το οποίο στα σπονδυλόζωα είναι, κυρίως, εσωτερικό και συνίσταται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από οστά και χόνδρους, ενώ στα ασπόνδυλα είναι, πολλές φορές, εξωτερικός και μπορεί να αποτελείται από μια ποικιλία μη οστέινων και μη χόνδρινων υλικών
2. ναυτ. το σύνολο τών μερών που αποτελούν, ως ερείσματα, το κύριο σώμα τού πλοίου, στο οποίο ανήκουν, κυρίως, η τρόπιδα, οι νομείς, η στείρα και το ποδόστημα
3. (το αρσ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ.) ο σκελετός, το σκελετό, τα σκελετά
το σύνολο τών συναρμοσμένων μεταξύ τους κύριων τεμαχίων από τα οποία αποτελείται ο κορμός ενός τεχνικού έργου ή μιας κατασκευής και τα οποία εξασφαλίζουν τη στήριξή τους και καθορίζουν το σχήμα τους (α. «ο σκελετός τής γέφυρας» β. «ο σκελετός τού κτηρίου» γ. «ο σκελετός τών γυαλιών» δ. «τα σκελετά τών παραθύρων»)
4. (το ουδ. πληθ.) το σύνολο τών θηκών, τών ραφιών και τών συρταριών ενός καταστήματος
5. χημ. το σύνολο τών ατόμων, κυρίως άνθρακα, τα οποία συγκροτούν την κεντρική αλυσίδα τού μορίου μιας οργανικής χημικής ένωσης
6. (εδαφολ.) το σύνολο τών χονδρόκοκκων τεμαχιδίων ενός εδάφους, όπως είναι λ.χ. οι κόκκοι ορυκτών και τα σκληρά θραύσματα φυτικών υπολειμμάτων, το μέγεθος τών οποίων είναι 20 περίπου μικρόμετρα
7. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος, κάτισχνος
8. φρ. α) «αξονικός σκελετός»
(ανατ.-βιολ.) το μέρος τού σκελετού τών σπονδυλοζώων που αποτελείται από τη σπονδυλική στήλη και από μεγάλο τμήμα τού κρανίου
β) «περιφερειακός σκελετός»
βιολ. τα άκρα τών σπονδυλοζώων, καθώς και οι ζώνες τού αξονικού σκελετού οι οποίες τά στηρίζουν
γ) «σπλαγχνικός σκελετός»
ανατ. το μέρος τού σκελετού τού ανθρώπου που περιλαμβάνει την κάτω γνάθο, μερικά στοιχεία τής άνω γνάθου, τα βραγχιακά τόξα και το υοειδές οστό
δ) «εξαρτηματικός σκελετός»
ανατ. το μέρος τού σκελετού τού ανθρώπου στο οποίο ανήκουν η πυελική και η ωμική ζώνη, καθώς και τα οστά τών άκρων
ε) «εδαφικός σκελετός»
(εδαφολ.) οι μισγάγκειες και οι κορυφογραμμές, που είναι οι πιο χαρακτηριστικές γραμμές τού εδάφους, πλαισιώνουν τις πτυχώσεις του και αποτελούν τα βασικά στοιχεία για τη μελέτη του, καθώς και για την ανάγνωση τών χαρτών
στ) «γίνομαι [ή μένω ή καταντώ] σκελετός» — αδυνατίζω πάρα πολύ, γίνομαι κάτισχνος, γίνομαι πετσί και κόκαλο
αρχ.
ως επίθ.
1. αποξηραμένος, κατάξηρος («κινησίας σκελετός, ἄπυγος», Πλάτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ταριχευμένο σώμα, μούμια («κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκελε- τού ρ. σκέλλομαι «είμαι ξερός» (βλ. λ. σκέλλω) + κατάλ. -τός (πρβλ. κοπ-ε-τός, πυρ-ε-τός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκελετός — dried up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με …   Dictionary of Greek

  • σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”